ὕβριος

ὕβριος
ὕβρις
wanton violence
fem gen sg (epic doric ionic aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Ὕβριος — Ὕβρις fem gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φίλυβρις — ύβριος, ὁ, ἡ, Α αυτός που τού αρέσει ο ακόλαστος βίος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ὕβρις (πρβλ. μίσ υβρις, παύσ υβρις)] …   Dictionary of Greek

  • ολιγωρία — η (Α ὀλιγωρία, ιων. τ. ὀλιγωρίη) [ολίγωρος] αμέλεια, αδιαφορία, παραμέληση («τὰ πάντα σφι ὑπό τε ὕβριος καὶ ὀλιγωρίης ἀνάστατα ἦν», Ηρόδ.) αρχ. περιφρόνηση, καταφρόνηση («τὴν μὲν γὰρ εἰς τὰ χρήματα ὀλιγωρίαν οἱ φιλοχρήματοι φέρουσι βαρέως»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”